- πολυπλασιασμός
- ὁ, Α [πολυπλασιάζω]1. πολλαπλασιασμός2. σχηματισμός στρατιωτικής παράταξης εις βάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπλασιασμός — multiplication masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμοῖς — πολυπλασιασμός multiplication masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμοί — πολυπλασιασμός multiplication masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμοῦ — πολυπλασιασμός multiplication masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμούς — πολυπλασιασμός multiplication masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμῶν — πολυπλασιασμός multiplication masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμῷ — πολυπλασιασμός multiplication masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιασμόν — πολυπλασιασμός multiplication masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱՊԱՏԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 414 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c, 11c գ. πολυπλασιασμός multiplicatio Բազմապատիկն գոլ կամ բազմապատիկն առնել որ է եւ օրինակաւ. *Զմիեղէն նորա բազմապատկութիւնʼʼ. այսինքն զօրութեամբ բազմապատիկն լինել. Դիոն. ածայ.: Կամ Յաւելուած.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)